αγκλώ

αγκλώ
(-άω) και αγλώ και αγλειώ και αγκλιώ
1. αντλώ νερό από πηγή, δεξαμενή κ.λπ.
2. αφαιρώ με άντληση όλο το νερό από πηγάδι, δεξαμενή κ.λπ., για να τό καθαρίσω
3. γεν. καθαρίζω τόπο από ακαθαρσίες ή άχρηστα αντικείμενα, όπως, λ.χ., ένα χωράφι από τις πέτρες
4. σκάβω βαθιά τη γη για καλλιέργεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. αντλώ, με τροπή τού τλ σε κλ, πρβλ. σεῦτλον-σεῦκλον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • αγκλιώ — αγκλώ* …   Dictionary of Greek

  • αγκλίζω — και αγλίζω και γλίζω αγκλώ* …   Dictionary of Greek

  • ξαγλιώ — (ιδιωμ.) αντλώ, αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εξαντλώ (πρβλ. αγκλώ «αντλώ»)] …   Dictionary of Greek

  • σκλάβος — Αιχμάλωτος, δούλος. Λέγεται επίσης μεταφορικά και για κείνον που εργάζεται σκληρά. «Δουλεύει σαν σ.». Γενικά σ. ονομάζονται εκείνοι που τους πουλούσαν στα λεγόμενα σκλαβοπάζαρα. Σε σκλαβοπάζαρα του είδους πουλήθηκαν στην Αίγυπτο και πολλοί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”